Οδόακρος

Οδόακρος
Γερμανός στρατηγός, που έδρασε κατά το β’ μισό του 5ου αι., επικεφαλής των μισθοφόρων Ερούλων που υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό της Δύσης. Με αφορμή τη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων αυτών, που ζητούσαν το ένα τρίτο των ιταλικών γαιών, ανέτρεψε τον αυτοκράτορα Ρωμύλο Αυγουστύλο (476) και ζήτησε, με αποστολή Ρωμαίων συγκλητικών, από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ζήνωνα να τον αναγνωρίσει διοικητή της Ιταλίας με τον τίτλο του πατρικίου, ενώ οι Γερμανοί μισθοφόροι τον ανακήρυξαν βασιλιά τους. Η επιτυχία του να νομιμοποιήσει τη θέση του με την αναγνώριση από τον Ζήνωνα ενίσχυσε τη θέση του. Ωστόσο η αύξηση της δύναμης του, κυρίως με την κατάληψη της Σικελίας, δημιούργησε ανησυχίες στο Βυζάντιο, το οποίο θεώρησε αποτελεσματικό τρόπο εξουδετέρωσης του την αποστολή άλλου Γερμανού –του Οστρογότθου θεοδώριχου– στην Ιταλία, με την εντολή να την καταλάβει. Ο σκληρός αγώνας τεσσάρων χρόνων που επακολούθησε μεταξύ θεοδώριχου και Οδοάκρου κατέληξε με την εξόντωση του τελευταίου (493).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ὀδόακρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδοάκρου — Ὀδόακρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδοάκρῳ — Ὀδόακρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδόακρον — Ὀδόακρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρικές επιδρομές — Ονομάζονται έτσι οι μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, που στον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέληξαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προκάλεσαν την πτώση της. Στην πραγματικότητα, οι β.ε. στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”