- Οδόακρος
- Γερμανός στρατηγός, που έδρασε κατά το β’ μισό του 5ου αι., επικεφαλής των μισθοφόρων Ερούλων που υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό της Δύσης. Με αφορμή τη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων αυτών, που ζητούσαν το ένα τρίτο των ιταλικών γαιών, ανέτρεψε τον αυτοκράτορα Ρωμύλο Αυγουστύλο (476) και ζήτησε, με αποστολή Ρωμαίων συγκλητικών, από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ζήνωνα να τον αναγνωρίσει διοικητή της Ιταλίας με τον τίτλο του πατρικίου, ενώ οι Γερμανοί μισθοφόροι τον ανακήρυξαν βασιλιά τους. Η επιτυχία του να νομιμοποιήσει τη θέση του με την αναγνώριση από τον Ζήνωνα ενίσχυσε τη θέση του. Ωστόσο η αύξηση της δύναμης του, κυρίως με την κατάληψη της Σικελίας, δημιούργησε ανησυχίες στο Βυζάντιο, το οποίο θεώρησε αποτελεσματικό τρόπο εξουδετέρωσης του την αποστολή άλλου Γερμανού –του Οστρογότθου θεοδώριχου– στην Ιταλία, με την εντολή να την καταλάβει. Ο σκληρός αγώνας τεσσάρων χρόνων που επακολούθησε μεταξύ θεοδώριχου και Οδοάκρου κατέληξε με την εξόντωση του τελευταίου (493).
Dictionary of Greek. 2013.